- τροχιακός
- -ή, -ό, Ν1. φυσ.-χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροχιά2. το ουδ. ως, ουσ.) το τροχιακόφυσ.-χημ. μαθηματική έκφραση, η οποία αναφέρεται και ως κυματοσυνάρτηση και που περιγράφει τη διάταξη στον χώρο ενός συστήματος μέχρι το πολύ δύο ηλεκτρονίων τα οποία βρίσκονται υπό την επίδραση ενός ατομικού πυρήνα ή ενός συστήματος πυρήνων (α. «ατομικό τροχιακό» — τροχιακό κατά το οποίο τα ηλεκτρόνια βρίσκονται υπό την επίδραση ενός πυρήνα ατόμουβ. «μοριακό τροχιακό» — τροχιακό κατά το οποίο τα ηλεκτρόνια βρίσκονται υπό την επίδραση ενός συστήματος πυρήνων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ενός μορίου)φρ. α) «τροχιακή στροφορμή»φυσ. η στροφορμή ενός κινούμενου σωματιδίουβ) «τροχιακή ταχύτητα»(αστρον.-φυσ.) η ελάχιστη ταχύτητα που είναι απαραίτητη για να διατηρηθεί στην τροχιά του ένας φυσικός ή τεχνητός δορυφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.