τροχιακός

τροχιακός
-ή, -ό, Ν
1. φυσ.-χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροχιά
2. το ουδ. ως, ουσ.) το τροχιακό
φυσ.-χημ. μαθηματική έκφραση, η οποία αναφέρεται και ως κυματοσυνάρτηση και που περιγράφει τη διάταξη στον χώρο ενός συστήματος μέχρι το πολύ δύο ηλεκτρονίων τα οποία βρίσκονται υπό την επίδραση ενός ατομικού πυρήνα ή ενός συστήματος πυρήνων (α. «ατομικό τροχιακό» — τροχιακό κατά το οποίο τα ηλεκτρόνια βρίσκονται υπό την επίδραση ενός πυρήνα ατόμου
β. «μοριακό τροχιακό» — τροχιακό κατά το οποίο τα ηλεκτρόνια βρίσκονται υπό την επίδραση ενός συστήματος πυρήνων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ενός μορίου)
φρ. α) «τροχιακή στροφορμή»
φυσ. η στροφορμή ενός κινούμενου σωματιδίου
β) «τροχιακή ταχύτητα»
(αστρον.-φυσ.) η ελάχιστη ταχύτητα που είναι απαραίτητη για να διατηρηθεί στην τροχιά του ένας φυσικός ή τεχνητός δορυφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τροχιακός — ο 1. μικρός τροχός, ροδίτσα, καρούλι. 2. χάπι, δισκίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σκάιλαμπ — (Skylamb). Αμερικανικός διαστημικός τροχιακός σταθμός. Τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη Γη στις 14 Μαΐου 1973. Είχε ύψος τροχιάς στο περίγειο 434 χλμ. και στο απόγειο 437 χλμ. και κλίση 50°. Στο Σ. εργάστηκαν τρεις αποστολές αστροναυτών, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”